Είδα πριν λίγες μέρες τον Λαζόπουλο να απαγγέλλει την επιστολή Θεοδωράκη, σχετικά με το μακεδονικό, με την οποία μας ζητάει να κλείσουμε τα σύνορα, να κάνουμε ότι θυσίες χρείαζεται για την Ελλάδα και να πέσουμε με ψηλά το κεφάλι. Θα ήτανε ενδιαφέρον βέβαια να ακούγαμε επίσης από τον Λαζόπουλο γιατί όταν είχε έρθει η σειρά του να κάνει την μικρή συγκριτικά θυσία της στρατιωτικής θητείας που κάνουν όλοι οι Έλληνες πολίτες, αυτός κυριολεκτικά έκανε τον τρελό για να την αποφύγει. Εν πάσει περιπτώση, στην ίδια επιστολή Θεοδωράκη, πέρα από την κήρυξη του ανένδοτου, επαναλαμβάνοταν όλα τα γνωστά περί συνομωσίας των ιμπεριαλιστών (κάπου εκεί αναφέρεται συνήθως και ο Kissinger) να εξοντώσoυν τους μοναδικούς και ανυπότακτους Έλληνες. Τα γνωστά συμπλέγματα καταδίωξης δηλαδή που, ενώ δεν υιοθετούνται άμεσα από κανένα τεχνοκράτη, παρολαυτά εξαιτίας της ευρείας αποδοχής τους καταφέρνουν και επηρεάζουν την εξωτερική μας πολιτική μέσω του πολιτικού κόστους.
Στον παραπάνω πόλο υπάρχει ένα αντίβαρο. Είναι οι “εγχώριοι κοσμοπολίτες” (σαν τυπικό εκπρόσωπο σκεφτείτε τον Ν. Δήμου), οι οποίοι επίσης θεωρούν τον ελληνικό λαό μοναδικό, αλλά για την τριτοκοσμικότητα του. Για αυτούς, οποιοδήποτε δείγμα πατριωτισμού από τις εθνικές εορτές μέχρι τους πανηγυρισμούς για το Euro 2004 είναι απόδειξη της οπισθοδρόμησής μας. Σχετικά με την υπόθεση της FYROM, διακηρύσσουν ότι πρέπει να ακολουθήσουμε ιδεαλιστικές αρχές στην εξωτερική μας πολιτική και να αφήσουμε όποιον θέλει να ονομάζεται όπως θέλει. Στο ίδιο ιδεαλιστικό πλαίσιο ανάλυσης, επιδεικνύουν μεγάλη ευαίσθησια για οποιαδήποτε μειονότητα έχει να διεκδικήσει κάτι από την Ελλάδα. Περιέργως όμως, ξεχνάνε την ευαισθησία τους όταν πρόκειται για Έλληνες Βορειηπειρώτες, Πολίτες, Ίμβριους κλπ., στο όνομα τότε ενός νεφελώδους ρεαλισμού. Αυτή η αντίφαση εξηγείται μόνο όταν συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η μερίδα αναλυτών ουσιαστικά πέρνουνε θέσεις εξ’αντιθέσεως. Η underlying λογική είναι πάνω-κάτω ως εξής: “Δεν μας αρέσει η οπισθοδρομική Εκκλησία και ο κλόουν δήμαρχος Θεσσαλονίκης, άρα διαφωνούμε σε ότι αυτοί υποστηρίζουν, είτε πρόκειται για τo μακεδονικό, είτε πρόκειται για το βιβλίο ιστορίας”.
Σε μια σοβαρή όμως εξωτερική πολιτική, δεν χωράνε ούτε οι υστερικοί εθνικισμοί αλλά ούτε και οι αντιφάσεις και ο απεριόριστος ενδοτισμός των εγχώριων κοσμοπολιτών. Εμείς οι υπόλοιποι έχουμε χρέος να απαιτούμε μια εξωτερική πολιτική με συνέπεια, βασισμένη σε συγκεκριμένες αρχές που θα προωθούν τα συμφέροντα και την βιωσιμότητα της Ελλάδος. Προσωπικά δεν έχω καταλήξει ποιά είναι η ιδανική αντίδραση στο μακεδονικό, αλλά πιστεύω ότι όποια απόφαση και στρατηγική πρέπει να βασίζεται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο ανάλυσης που αναγνώριζει τον δυναμικό και εύθραυστο χαρακτήρα των διεθνων σχέσεων, όπως και την ανάγκη κάθε χώρας να μεγιστοποιεί την δυναμή της για να μπορέσει να επιβιώσει μακροπρόθεσμα, α λα Marsheimer. Σύμφωνα με αυτό το paradigm, όπως οι εταιρίες για να εξασφαλίσουνε την επιβίωση τους σε ένα ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον είναι value maximizers, έτσι και τα κράτη σε ένα ασταθές περιβάλλον είναι power maximizers –και δεν υπάρχει τίποτα μη φιλελεύθερο σε αυτή την προσέγγιση. Υπό αυτό το πλαίσιο, πρέπει να αξιολογησούμε την στάση μας στο μακεδονικό με cost-benefit analysis και να κάνουμε ερωτήσεις όπως: είχαμε μειωμένη οικονομκή διείσδυση στα Σκόπια εξαιτίας αυτής της ιστορίας; Το πολιτικό κεφάλαιο που ξοδέψαμε μέχρι τώρα, πως αλλιώς θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε; Επίσης, η πολιτική prestige που ουσιαστικά ακολουθήσαμε, σε ποιό βαθμό έκανε προβολή της δυναμης της Ελλάδας στον βαλκανικό χώρο; Τα side-effects του εγχειρήματος όπως η κινητοποίηση της διασποράς ήτανε συνολικά θετικά ή αρνητικά;
Κάπως έτσι, για μια εξωτερική πολιτική μακριά από ΛΑΟΣ και ΣΥΡΙΖΑ...
Subscribe to:
Posts (Atom)