26 August 2008

«Δυστυχώς αποτύχαμεν»

Διαβάζω στην Καθημερινή το άρθρο για το νέο πακέτο φορολογικών μέτρων. Μεταξύ άλλων ηρωικών περί επερχόμενης σύγκρουσης με τις συντεχνίες (όχι ανοίγοντας την αγορά, αλλά ανεβάζοντας την φορολογία τους, την οποία βέβαια σαν συντεχνία μπορούν και θα περάσουν στους καταναλωτές), περιλαμβάνει και την περαιτέρω φορολόγηση των μερισμάτων, απο το 25% που είναι τώρα στο 35% (ενώ ο εταιρικός φόρος παραμένει στο 25%).

Μερικές παρατηρήσεις:

Πρώτον, αν θες να χτυπήσεις τις συντεχνίες δεν ανεβάζεις την φορολογία τους (που σαν συντεχνία είναι βέβαιο ότι θα περάσουν στους καταναλωτές), αλλά ανοίγεις την αγορά και τον ανταγωνισμό. (Το πολιτικό κόστος βέβαια είναι μεγαλύτερο τότε...)

Δεύτερον, για την αποτελεσματικότητα της πρόσθετης φορολόγησης μερισμάτων. Όσο λαοφιλής και να ακούγεται, είναι αφελής, στην καλύτερη περίπτωση άχρηστη και στην χειρότερη επιβαβλής. Εξηγούμαι: η αύξηση της φορολόγησης των μερισμάτων με συντελεστή μεγαλύτερου του εταιρικού φόρου, απλώς θα οδηγήσει πολλές εταιρίες να μειώσουν δραστικά το μέρισμα και να κρατήσουνε τα κέρδη με στόχο να αποφύγουν τη υψηλότερη φορολογία και να προστατέψουν τα συμφέροντα των μετόχων στους οποίους είναι υπόλογες. Στρέβλωση λοιπόν στην αγορά με κατα πάσα πιθανότητα μενιχρά αποτελέσματα.

Τέλος, πέρα από την αποτελεσματικότητα, είναι αξιοσημείωτο πόσο απελπισμένη είναι η κυβέρνηση για να ανεβάσει φόρους. Ας πρόσεχε βέβαια, όταν έπρεπε και μπορούσε να κάνει μεταρυθμίσεις, ήθελε λέει smooth ρυθμίσεις, by consensus. Που βασικά σημαίνει ότι δεν είχε όρχεις για δύσκολες συγκρούσεις.




Το αποτέλεσμα αναμενόμενο. Δεν έχει τέλος, η πτώση μας στις διεθνείς κατατάξεις ανταγωνιστικότητας. Το 2004, όταν ανέλαβε η Ν.Δ, σύμφωνα με το Global Competitiveness Report του World Economic Forum, η Ελλάδα ήταν 37η σε 104 χώρες, (εκατοστιαία κατάταξη: 36η). Στην ίδια έρευνα για το 2007-08 η Ελλάδα έπεσε κάτω από την μέση, είναι 65η σε 131 χώρες (εκατοστιαία κατάταξη: 50η)*, και μας περνάνε το Μαρόκκο, η Ινδονησία, η Κόστα-Ρίκα, η Τουρκία, η Μάλτα, η Ιορδανία κλπ. Αναλογικά είναι σαν να αναλαμβάνει ένας καινούριος προπονητής μια ομάδα που παίζει Α΄Εθνική και μετά από λίγα χρόνια η ομάδα να παίζει για σωτηρία στην Β’ Εθνική. Ειλικρινά, έναν τέτοιον προπονητή, τι θα τον κάνατε;



* Αυτή η πτώση είναι ακόμα χειρότερη εάν αναλογιστεί κανείς ότι οι καινούριες χώρες που προστέθηκαν στην βαθμολόγηση τα τελευταία χρόνια είναι κυρίως φτωχές αναδυόμενες για τις οποίες μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχαν στοιχεία.

13 August 2008

Η ιστορική δικαίωση του εθνικισμού και ο εθνικοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα

Διαβάζοντας το Foreign Affairs Μαρτίου-Απριλίου, είχα μία από αυτές τις σπάνιες στιγμές όπου μια καινούρια ιδέα αλλάζει τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα, ένα προσωπικό paradigm shift. Εξηγούμαι: η γενιά μου (κι εγώ) έχει μεγαλώσει θεωρόντας δεδομένο ότι ο εθνικισμός θεωρείται ένα ιστορικό ατύχημα, μια ιδεολογία που εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα και σαν αρρώστια μεταδόθηκε σε όλον τον κόσμο, με ολέθριες συνέπειες. Οι διαφωτισμένοι της γενιάς μου λοιπόν πιστεύουν ότι έχουν καθήκον να γιατρέψουν τους υπόλοιπους από το μίασμα του εθνικισμού, ωστέ να μπορέσουν τελικά όλοι οι λαοί να προοδεύσουν αδελφωμένοι.

Υπήρχαν κάποια προβλήματα που δεν εξηγούσε η παραπάνω συλλογιστική. Από την μία, ήτανε η παράξενη επιβίωση του εθνικισμού σε όλο τον κόσμο, που όχι μόνο δεν λέει να εξαφανιστεί, αλλά ενυπάρχει ακόμα και σε δηλωμένους διεθνιστές της φωτισμένης ελίτ . Εάν ο εθνικισμός ήτανε τόσο καταστροφικός για την κοινωνία, πως εξηγείται η επιβίωση του στην σύγχρονη εποχή; Ποιό είναι το evolutionary utility του;

Εκεί βρίσκεται και το δεύτερο πρόβλημα με την “αντιεθνικιστική” προσέγγιση. Υπάρχουνε πολλά παραδείγματα κοινωνιών που ωφελήθηκαν και συνεχίζουν να ωφελούνται από τον εθνικισμό. Το raison d’etre του Ισραήλ, ίσως το πιο επιτυχημένο κράτος στον 20 αιώνα, είναι η άρνηση των εβραίων να αλλοτριωθούνε εθνικά και η πίστη ότι ένα εθνικά ομοιογενές κράτος είναι προς το συμφέρον των πολιτών. Και το θαύμα (οικονομικό, πολιτιστικό, πολιτικό) του Ισραήλ αποδεικνύει ότι είχαν δίκιο.
Κάπου εκεί έρχεται και το άρθρο του Foreign Affairs “Us and Them: The Enduring Power of Ethnic Nationalism” το οποίο κάνει την προκλητική υπόθεση οτι ο κύριος λόγος που η ΕΕ έχει ειρήνη τα τελευταία 60 χρόνια είναι η κυριαρχία του εθνικισμού (ούτε καν “πατριωτισμού”, “ethnic nationalism” λέει ο συγγραφέας στα μούτρα μας, έτσι για να μην έχουμε αμφιβολίες). Ο συγγραφέας Jerry Muller πιστεύει ότι οι γενοκτονίες και οι εθνοκαθάρσεις του 20ου αιώνα βοήθησαν να παγιωθεί η ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Με κάποιες εξαιρέσεις, όπως το Βέλγιο, τα εθνικά σύνορα συμπίπτουν τώρα με τα κρατικά . Αυτό το γεγονός έχει αφαιρέσει τον μεγαλύτερο λόγο των πολέμων. Έτσι, η μεταπολεμική ειρήνη δεν σημαίνει την ήττα του εθνικισμού άλλα αντίθετα αποδεικνύει την επιτυχία του. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ένα πρόσφατο παράδειγμα τέτοιας επιτυχίας είναι το Κόσοβο.
Η διαφορά στην προσέγγιση του από τους παραδοσιακούς αναλυτές είναι ότι αντί να θεωρεί τον εθνικισμό σαν ένα ιστορικό ατύχημα, θεωρεί ότι υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει για συγκεκριμένους λόγους που σχετίζονται μεταξύ άλλων με την ανθρώπινη φύση. Κατά τον συγγραφέα, όχι μόνο υπάρχουν διακριτές εθνικές ομάδες, αλλά –και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο- οι διαφορετικές εθνικές ομάδες έχουνε διαφορετικές αποδόσεις στην ίδια κοινωνία. Σαν παραδείγματα αναφέρει την οθωμανική αυτοκρατορία, όπου Αρμένιοι, Έλληνες και Εβραίοι κατείχαν τις κρίσιμες θέσεις και ουσιαστικά κυριαρχούσαν. Αυτό προκάλεσε τον φθόνο της πλειοψηφίας και στην συνέχεια πογκρόμς. Τα έθνη που είχαν το κρίσιμο μέγεθος για να κάνουν δικό τους κράτος όπως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι επαναστάτησαν, με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας.

Για να προχωρήσω και το επιχείρημα, θα έλεγα ότι απαραίτητες συνθήκες για εθνική βία και τελικό διαχωρισμό είναι:
Πρώτον, να υπάρχει σημαντικη διαφορά απόδοσης μεταξύ διαφορετικών εθνών στο ίδιο κράτος. Τότε προκαλείται φθόνος από τους underperformers, ο οποίος με την σειρά του μπορεί να προκαλέσει στους overperformers επιθυμία για ανεξαρτητοποίηση.
Δεύτερον, πρέπει να υπάρχει ένα κρίσιμο μέγεθος της εθνικής οντόντητας, το οποίο να επιτρέπει εδαφικές διεκδικήσεις. Παράδειγμα είναι οι Αλβανοί στο Κόσσοβο και την Σλαβομακεδονία.

Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση λοιπόν, η ενδεδειγμένη ρεαλιστική πολιτική σχετικά με εθνικές μειονότητες και μετανάστες είναι περισσότερη εθνική αφομοίωση. Κάποιος εδώ μπορεί να αναφέρει τις ΗΠΑ σαν αντιπαράδειγμα σχετικής επιτυχημένης συνύπαρξης διαφορετικών εθνών, αλλά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αφενός οι underperforming εθνικές ομάδες στις ΗΠΑ δεν έχουνε κρίσιμη μάζα για εδαφικές διεκδικήσεις και αφετέρου ότι κάτω από τον μανδύα της πολυπολιτισμικότητας, υπάρχει σκληρή αφομοίωση (σημαίες και εθνικός ύμνος παντού, συχνές παρελάσεις κλπ.).

Μια ακόμα ενδιαφέρουσα πτυχή είναι ότι στην περίπτωση της Ελλάδας έχουμε ξεκάθαρα ένα ακόμα εντυπωσιακό success story του εθνικισμού: όχι μόνο δημιουργήθηκε ένα κράτος μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, αλλά αυτό το κράτος είχε μια άκρως εντυπωσιακή ανάπτυξη, εδαφική, οικονομική, και πολιτιστική για τουλάχιστον μέχρι την έλευση του κρατικισμού και του διεθνισμού. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι και πρόσφατα (μέσα 20ού) οι προοδευτικοί Έλληνες ήτανε κατεξοχήν εθνικιστές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Λορέντζος Μαβίλης που πολέμησε για την δημοτική (δικό του είναι το “δεν υπάρχουν χυδαίες γλώσσες...” στην Βουλή) και πέθανε στο μετωπο της Μακεδονίας που είχε πάει εθελοντής το 1912, λέγοντας «πολλές τιμές μου έκανε η πατρίδα, αλλά αυτή ήταν η μεγαλύτερη». Και φαντάζομαι δεν υπάρχει σοβαρή αμφιβολία ότι ο αγώνας της ανεξαρτησίας του 1821 είχε ξεκάθαρα χαρακτήρα εθνικό και φιλελεύθερο.