κερδοσκοπία η: η επιδίωξη με κάθε μέσο κέρδους μεγαλύτερου από το θεμιτό ή το νόμιμο· (πρβ. αισχροκέρδεια). [λόγ.κερδοσκόπ(ος) -ία
Η πρώτη εικόνα που μου φέρνει αυτή η λέξη είναι του ηρωικού υπουργού της κυβέρνησης Σημίτη Κίμωνα Κουλούρη, να πηγαίνει καθημερινά στις λαϊκες αγορές και μπροστά στις κάμερες να προπηλακίζει τους κερδοσκόπους μανάβηδες για να πατάξει την αισχροκέρδεια. Όπως το καταλάβαινα εγώ τότε, οι κερδοσκόποι ήτανε κάποιοι τύποι που λόγω ολιγοπωλίου ή προνομιακής μεταχείρισης από το κράτος, αποσπούσαν μεγάλα κέρδη από τους συνταξιούχους στις λαϊκές αγορές. Κατ’επέκταση, κερδοσκόπος ήτανε και ο τότε ΟΤΕ με το μονοπώλιο του. Μέχρι εδώ όλα καλά.
Εκεί που μπερδεύομουνα είναι όταν διάφοροι εγχώριοι αναλυτές, και ήταν πολλοί, χρησιμοποιούσαν τον όρο κερδοσκόπος για τον Soros, ή άλλους hedge fund managers. Δεν καταλάβαινα πως ακριβώς αισχροκερδούσαν σε αγορά χωρίς ολιγοπώλια. Ίσως, κερδοσκοπία να σήμαινε γενικότερα την επιθυμία για μεγάλα κέρδη, χωρίς απαραίτητα να είναι παράνομα ή αθέμιτα. Με αυτόν τον ορισμό, ο καθένας μας σαν λογικό οικονομικό ον που θέλει να μεγιστοποιήσει τα ωφέλη του είναι κερδοσκόπος. Αλλά τότε γιατί αυτή η αρνητική χροιά;
Έψαξα τον αντίστοιχο αγγλικό όρο. Δεν υπάρχει! Κάποιος συνομιλητής μου πρότεινε τον όρο speculator, αλλά αυτός στην γενική του έννοια σημαίνει αυτόν που στοχάζεται ή υποθέτει, και στην ειδική του χρηματοοικονομική έννοια τον ενεργό επενδυτή που (αντίθετα με ότι πρεσβεύει το market efficiency hypothesis) πιστεύει ότι μπορεί να βγάλει κέρδος προβλέποντας καλύτερα από την αγορά τις μελλοντικές τιμές. Σε κάθε περίπτωση, στον όρο speculator δεν υπάρχει τίποτα παράνομο, αθέμιτο ή αρνητικό. Δεν υπάρχει λοιπόν ανάλογος όρος στα αγγλικά.
Το μοναδικό συμπέρασμα είναι ότι ο όρος κερδοσκόπος έτσι όπως χρησιμοποιείται είναι μια ελληνική ιδιατερότητα, ένας νεολογισμός που αντανακλά τις μοναδικές αξίες και παθογένειες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας: Απέχθεια για το κέρδος, οικονομικός αναλφαβητισμός, συνομωσιολογία, άγνοια για την λειτουργία των διεθνών αγορών, μετάθεση ευθυνών.
Ένα σχετικό παράδειγμα για όλα τα παραπάνω είναι η έξοδος της λίρας από το ECU το 1992. Τότε, ο speculator Soros πίστευε ότι η Αγγλία είχε υπερτιμήσει τεχνητά την λίρα και ότι δεδομένων των ελλειμμάτων και οικονομικών δυσκολιών, το fixed exchange rate με το ECU (καθορισμένο από την κυβέρνηση, αντίθετα με ένα floating rate που θα αντανακλούσε την πραγματική αξία) δεν ήτανε βιώσιμο. Πόνταρε στην ανάλυση του, άλλοι επενδυτές συμφώνησαν και τον ακολούθησαν, και τελικά, κάτω από την πιέση της αγοράς η λίρα εγκατέλειψε. Αυτό το γεγονός, που διδάσκεται στα οικονομικά μαθήματα σαν ένδειξη ότι δεν μπορείς να κοροϊδεύεις την αγορά, στην Ελλάδα έχει κάποιες μυθικές διαστάσεις συνομωσίας του εβραίου και ανθέλληνα Σόρος. Μάλιστα.